ακεστήριον

ακεστήριον
ἀκεστήριον, το (Α) [ἀκεστήρ]
εργαστήριο για μεταποιήσεις και επιδιορθώσεις παλαιών ενδυμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀκεστήριον — tailor s shop neut nom/voc/acc sg ἀκεστήριος medicinal masc/fem acc sg ἀκεστήριος medicinal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακεστήρ — ἀκεστὴρ ( ῆρος), ο (Α) 1. θεραπευτής, γιατρός 2. αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει «ἀκεστήρα χαλινὸν» (Σοφ. Οιδ. Κολ. 714). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστήριον, ἀκεστήριος, ἀκεστρίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”